- θωρακίτις
- θωρακῑτις, -ίτιδος, ἡ (Α)βλ. θωρακίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θωρακίτης — ο (Α θωρακίτης, ό, θηλ. θωρακῑτις, ίτιδος) νεοελλ. ναύτης ή δίοπος τής ειδικότητας τών αρμενιστών, ειδικός στο να χειρίζεται τα άρμενα, ο οποίος ανέβαινε κατά τους χειρισμούς στα θωράκια, αρμενιστής αρχ. 1. στρατιώτης οπλισμένος μόνο με θώρακα,… … Dictionary of Greek